- ωδοποιος
- ᾠδοποιόςᾠδο-ποιόςὅ сочинитель песен, лирический поэт Theocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ωδοποιός — όν, Α αυτός που συνθέτει ωδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠδή + ποιός*] … Dictionary of Greek
ᾠδοποιῶν — ᾠδοποιός making songs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ᾠδοποιοῦ — οἰδοποιέω tumefacio imperf ind mp 2nd sg (attic) ᾠδοποιός making songs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)